- κοσμήτειρα
- κοσμήτειρα, ἡ (Α)βλ. κοσμητήρ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κοσμήτειρα — a female magistrate fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοσμητήρ — κοσμητήρ, ῆρος, ὁ, θηλ. κοσμήτειρα (Α) [κοσμώ] 1. αυτός που διευθύνει, αρχηγός 2. (στον Ίτανο) τίτλος επώνυμου άρχοντα 3. φρ. «κοσμήτειρα τῆς Ἀρτέμιδος» τίτλος γυναίκας αξιωματούχου στην Έφεσο … Dictionary of Greek